- ἐτεοδμώς
- ἐτεοδμώς, ῶος, ὁ,A honest slave: καί κ' ἐτεοδμώων read by Ptol. Ascai. for καί κέ τεο δμώων in Od.16.305.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ετεοδμώς — ἐτεοδμώς, ῶος, ή ἐτεόδμως, ωος, ὁ (Α) τίμιος, πιστός, δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεός «αληθινός, γνήσιος» + δμως «δούλος»] … Dictionary of Greek